- μπουρζουά(ς)
- ο άκλ. буржуа; буржуй (прост., презр.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουρζουαδικός — ή, ό και μπουρζουάδικος και μπουρζουαζίδικος, η, ο [μπουρζουάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μπουρζουαζία ή στον μπουρζουά, αστικός … Dictionary of Greek
υποβρύχιο — Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να… … Dictionary of Greek
ηώλιθοι — Κομμάτια πυρίτη λίθου που βρέθηκαν σε στρώματα αρχαιότερα της τεταρτογενούς διάπλασης. Ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά το 1863 (από τον αβά Μπουρζουά) σε μεσοκαινικά στρώματα και εξαιτίας του σχήματός τους θεωρήθηκαν ως πανάρχαια ανθρώπινα όπλα.… … Dictionary of Greek
Κατσιρέλος, Παναγιώτης — (Σμύρνη 1915 –). Τυπογράφος και λογοτέχνης. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση της περιόδου 1941 44. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εξέδιδε την εφημερίδα Αναγέννηση και από το 1951 το περιοδικό Πορεία. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.… … Dictionary of Greek
Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… … Dictionary of Greek